| Present | 
        διαρρηγνύομαι | 
        διαρρηγνυόμαστε | 
        | διαρρηγνύεσαι | 
        διαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε | 
        | διαρρηγνύεται | 
        διαρρηγνύονται | 
| Imperfect | 
        διαρρηγνυόμουν(α) | 
        διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν | 
        | διαρρηγνυόσουν(α) | 
        διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν | 
        | διαρρηγνυόταν(ε)  | 
        διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν | 
| Aorist (simple past) | 
        διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα | 
        διαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε | 
        | διαρρήχθηκες, διαρρήχτηκες | 
        διαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε | 
        | διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκε | 
        διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε) | 
| Perfect | 
        έχω διαρρηχθεί  | 
        έχουμε διαρρηχθεί | 
        | έχεις διαρρηχθεί | 
        έχετε διαρρηχθεί | 
        | έχει διαρρηχθεί | 
        έχουν διαρρηχθεί | 
| Pluperfect | 
        είχα διαρρηχθεί | 
        είχαμε διαρρηχθεί | 
        | είχες διαρρηχθεί | 
        είχατε διαρρηχθεί | 
        | είχε διαρρηχθεί | 
        είχαν διαρρηχθεί | 
 
| Future (continuous) | 
        θα διαρρηγνύομαι | 
        θα διαρρηγνυόμαστε | 
        | θα διαρρηγνύεσαι  | 
        θα διαρρηγνύεστε, θα διαρρηγνυόσαστε | 
        | θα διαρρηγνύεται | 
        θα διαρρηγνύονται | 
| Future (simple) | 
        θα διαρρηχθώ | 
        θα διαρρηχθούμε | 
        | θα διαρρηχθείς | 
        θα διαρρηχθείτε | 
        | θα διαρρηχθεί | 
        θα διαρρηχθούν(ε) | 
| Future Perfect | 
        θα έχω διαρρηχθεί | 
        θα έχουμε διαρρηχθεί | 
        | θα έχεις διαρρηχθεί | 
        θα έχετε διαρρηχθεί | 
        | θα έχει διαρρηχθεί | 
        θα έχουν διαρρηχθεί | 
| Subjunctive mood | 
         | 
| Present | 
        να διαρρηγνύομαι | 
        να διαρρηγνυόμαστε | 
        | να διαρρηγνύεσαι | 
        να διαρρηγνύεστε, να διαρρηγνυόσαστε | 
        | να διαρρηγνύεται | 
        να διαρρηγνύονται | 
| Aorist | 
        να διαρρηχθώ | 
        να διαρρηχθούμε | 
        | να διαρρηχθείς | 
        να διαρρηχθείτε | 
        | να διαρρηχθεί | 
        να διαρρηχθούν(ε) | 
| Perfect | 
       να έχω διαρρηχθεί | 
        να έχουμε διαρρηχθεί | 
        | να έχεις διαρρηχθεί | 
        να έχετε διαρρηχθεί | 
        | να έχει διαρρηχθεί | 
        να έχουν διαρρηχθεί | 
| Imperative mood | 
         | 
| Present | 
        -- | 
        διαρρηγνύεστε | 
| Aorist | 
        διαρρήξου | 
        διαρρηχθείτε | 
        | Participle | 
         | 
        | Present | 
       διαρρηγνυόμενος | 
        | Perfect | 
        διαρρηγμένος, -η, -ο | 
        διαρρηγμένοι, -ες, -α | 
        | Infinitive | 
         | 
| Aorist | 
        διαρρηχθεί |