Tenses - moods |
Active voice |
Indicative mood |
Singular |
Plural |
Present |
προσθέτω |
προσθέτουμε, προσθέτομε |
προσθέτεις |
προσθέτετε |
προσθέτει |
προσθέτουν(ε) |
Imperfect |
πρόσθετα |
προσθέταμε |
πρόσθετες |
προσθέτατε |
πρόσθετε |
πρόσθεταν, προσθέταν(ε) |
Aorist (simple past) |
πρόσθεσα |
προσθέσαμε |
πρόσθεσες |
προσθέσατε |
πρόσθεσε |
πρόσθεσαν, προσθέσαν(ε) |
Perfect |
έχω προσθέσει |
έχουμε προσθέσει |
έχεις προσθέσει |
έχετε προσθέσει |
έχει προσθέσει |
έχουν προσθέσει |
Pluperfect |
είχα προσθέσει |
είχαμε προσθέσει |
είχες προσθέσει |
είχατε προσθέσει |
είχε προσθέσει |
είχαν προσθέσει |
Future (continuous) |
θα προσθέτω |
θα προσθέτουμε, θα προσθέτομε |
θα προσθέτεις |
θα προσθέτετε |
θα προσθέτει |
θα προσθέτουν(ε) |
Future (simple) |
θα προσθέσω |
θα προσθέσουμε, θα προσθέσομε |
θα προσθέσεις |
θα προσθέσετε |
θα προσθέσει |
θα προσθέσουν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω προσθέσει |
θα έχουμε προσθέσει |
θα έχεις προσθέσει |
θα έχετε προσθέσει |
θα έχει προσθέσει |
θα έχουν προσθέσει |
Subjunvtive mood |
|
Present |
να προσθέτω |
να προσθέτουμε, να προσθέτομε |
να προσθέτεις |
να προσθέτετε |
να προσθέτει |
να προσθέτουν(ε) |
Aorist |
να προσθέσω |
να προσθέσουμε, να προσθέσομε |
να προσθέσεις |
να προσθέσετε |
να προσθέσει |
να προσθέσουν(ε) |
Perfect |
να έχω προσθέσει |
να έχουμε προσθέσει |
να έχεις προσθέσει |
να έχετε προσθέσει |
να έχει προσθέσει |
να έχουν προσθέσει |
Imperative mood |
|
Present |
πρόσθετε |
προσθέτετε |
Aorist |
πρόσθεσε |
προσθέσετε, προσθέστε |
Participle |
|
Present |
προσθέτοντας |
Perfect |
έχοντας προσθέσει |
Infinitive |
|
Aorist |
προσθέσει |
Examples with «προσθέτω»:
ελληνικά |
αγγλικά |
Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα. |
We add the costs and deduct them from the income. |
Αν προσθέσεις όλα τα ποσά, είναι πολλά χρήματα. |
When you count all the amounts, it's a lot of money. |
Θα χρησιμοποιήσω κομπιουτεράκι για να προσθέσω τους αριθμούς. |
I'm going to use a comptometer to count tje amounts. |
Verbs with the same conjugation as «προσθέτω»:
- αναθέτω |
to assign, charge, recommend |
- ανασυνθέτω |
to remake, recompose |
- αντιθέτω |
to disagree |
- αποθέτω |
to lay down, put down |
- διαθέτω |
to own, have, carry |
- εκθέτω |
to exhibit, show, display, expose |
- θέτω |
to put, place |
- καταθέτω |
to lay, lodge, deposit |
- μεταθέτω |
to shift, transfer, postpone |
- παραθέτω |
to quote, cite, list |
- προδιαθέτω |
to predispose |
- συνθέτω |
to compose, make up |
- υποθέτω * |
to suppose, assume, presume |
All abovementioned active verbs also have passive forms except the one marked with *, which only has the impersonal passive form «υποτίθεται» in use, meaning it is supposed
Derivative nouns of this verb are «η υπόθεση» - hypothesis, matter, business, affair «Πώς πάνε οι υποθέσεις σου; - How's your business? and «η υποθήκη» - mortgage: «αίρω υποθήκη» - to redeem a mortgage