Present |
εκτίθεμαι |
εκτιθέμεθα |
εκτίθεσαι |
εκτίθεσθε |
εκτίθεται |
εκτίθενται |
Imperfect |
-- |
-- |
-- |
-- |
εξετίθετο |
εξετίθεντο |
Aorist (simple past) |
εκτέθηκα |
εκτεθήκαμε |
εκτέθηκες |
εκτεθήκατε |
εκτέθηκε |
εκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε) |
Perfect |
έχω εκτεθεί, είμαι εκτεθειμένος, -η |
έχουμε εκτεθεί, είμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
έχεις εκτεθεί, είσαι εκτεθειμένος, -η |
έχετε εκτεθεί, είστε εκτεθειμένοι, -ες |
έχει εκτεθεί, είναι εκτεθειμένος, -η, -ο |
έχουν εκτεθεί, είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α |
Pluperfect |
είχα εκτεθεί, ήμουν εκτεθειμένος, -η |
είχαμε εκτεθεί, ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
είχες εκτεθεί, ήσουν εκτεθειμένος, -η |
είχατε εκτεθεί, ήσαστε εκτεθειμένοι, -ες |
είχε εκτεθεί, ήταν εκτεθειμένος, -η, -ο |
είχαν εκτεθεί, ήταν εκτεθειμένοι, -ες, -α |
Future (continuous) |
θα εκτίθεμαι |
θα εκτιθέμεθα |
θα εκτίθεσαι |
θα εκτίθεσθε |
θα εκτίθεται |
θα εκτίθενται |
Future (simple) |
θα εκτεθώ |
θα εκτεθούμε |
θα εκτεθείς |
θα εκτεθείτε |
θα εκτεθεί |
θα εκτεθούν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω εκτεθεί, θα είμαι εκτεθειμένος, -η |
θα έχουμε εκτεθεί, θα είμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
θα έχεις εκτεθεί, θα είσαι εκτεθειμένος, -η |
θα έχετε εκτεθεί, θα είστε εκτεθειμένοι, -ες |
θα έχει εκτεθεί, θα είναι εκτεθειμένος, -η, -ο |
θα έχουν εκτεθεί, θα είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α |
Subjunctive mood |
|
Present |
να εκτίθεμαι |
να εκτιθέμεθα |
να εκτίθεσαι |
να εκτίθεσθε |
να εκτίθεται |
να εκτίθενται |
Aorist |
να εκτεθώ |
να εκτεθούμε |
να εκτεθείς |
να εκτεθείτε |
να εκτεθεί |
να εκτεθούν(ε) |
Perfect |
να έχω εκτεθεί, να είμαι εκτεθειμένος, -η |
να έχουμε εκτεθεί, να είμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
να έχεις εκτεθεί, να είσαι εκτεθειμένος, -η |
να έχετε εκτεθεί, να είστε εκτεθειμένοι, -ες |
να έχει εκτεθεί, να είναι εκτεθειμένος, -η, -ο |
να έχουν εκτεθεί, να είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α |
Imperative mood |
|
Present |
-- |
εκτίθεσθε |
Aorist |
εκθέσου |
εκτεθείτε |
Participle |
|
Present |
-- |
Perfect |
εκτεθειμένος, -η, -ο |
εκτεθειμένοι, -ες, -α |
Infinitive |
|
Aorist |
εκτεθεί |