?xml version="1.0" encoding="utf-8"?> Learning English - Modern Greek
Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present αυξάνω αυξάνουμε, αυξάνομε
αυξάνεις αυξάνετε
αυξάνει αυξάνουν(ε)
Imperfect αύξανα αυξάναμε
αύξανες αυξάνατε
αύξανε αύξαναν, αυξάναν(ε)
Aorist (simple past) αύξησα αυξήσαμε
αύξησες αυξήσατε
αύξησε αύξησαν, αυξήσαν(ε)
Perfect έχω αυξήσει έχουμε αυξήσει
έχεις αυξήσει έχετε αυξήσει
έχει αυξήσει έχουν αυξήσει
Pluperfect/td> είχα αυξήσει είχαμε αυξήσει
είχες αυξήσει είχατε αυξήσει
είχε αυξήσει είχαν αυξήσει
Future (continuous) θα αυξάνω θα αυξάνουμε, θα αυξάνομε
θα αυξάνεις θα αυξάνετε
θα αυξάνει θα αυξάνουν(ε)
Future (simple) θα αυξήσω θα αυξήσουμε, θα αυξήσομε
θα αυξήσεις θα αυξήσετε
θα αυξήσει θα αυξήσουν(ε)
Future Perfect θα έχω αυξήσει θα έχουμε αυξήσει
θα έχεις αυξήσει θα έχετε αυξήσει
θα έχει αυξήσει θα έχουν αυξήσει
Subjunctive mood
Present να αυξάνω να αυξάνουμε, να αυξάνομε
να αυξάνεις να αυξάνετε
να αυξάνει να αυξάνουν(ε)
Aorist να αυξήσω να αυξήσουμε, να αυξήσομε
να αυξήσεις να αυξήσετε
να αυξήσει να αυξήσουν(ε)
Perfect να έχω αυξήσει να έχουμε αυξήσει
να έχεις αυξήσει να έχετε αυξήσει
να έχει αυξήσει να έχουν αυξήσει
Imperative mood
Present αύξανε αυξάνετε
Aorist αύξησε αυξήστε
Participle
Present αυξάνοντας
Present έχοντας αυξήσει
Infinitive
Aorist αυξήσει
Examples with «αυξάνω»:
ελληνικά αγγικά
Αποφεύγει να κυκλοφορεί τις ώρες που υπάρχει αυξημένη κίνηση στους δρόμους. Avoid driving those hours which exist with increased traffic in the streets.
Αυξάνει τον ρυθμό επιτάχυνσης των συμβατικών μηχανών ραδιοσυχνοτήτων. It increases the acceleration of traditional radio frequency devices.
Αυξάνοντας τον ανταγωνισμό, θα προκαλέσει τόνωση της ευημερίας. Increasing competition will increase prosperity.
Η παγκοσμιοποίηση αυξάνει καθημερινά. Globalisation is increasing including the day.
Οι περιπτώσεις του καρνίνου αυξάνονται με ανησυχητικό ρυθμό. The cases of cancer are increasing at an alarming pace.

Verbs with the same conjugation as «αυξάνω»

αμαρτάνω * to sin
αναπαριστάνω to represent
παριστάνω to represent, act, play
προσαυξάνω to increase further

* these verbs don't have a passive form

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present αυξάνομαι αυξανόμαστε
αυξάνεσαι αυξάνεστε, αυξανόσαστε
αυξάνεται αυξάνονται
Imperfect αυξανόμουν(α) αυξανόμαστε, αυξανόμασταν
αυξανόσουν(α) αυξανόσαστε, αυξανόσασταν
αυξανόταν(ε) αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν
Aorist (simple past) αυξήθηκα αυξηθήκαμε
αυξήθηκες αυξηθήκατε
αυξήθηκε αυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε)
Perfect έχω αυξηθεί,
είμαι αυξημένος, -η
έχουμε αυξηθεί,
είμαστε αυξημένοι, -ες
έχεις αυξηθεί,
είσαι αυξημένος, -η
έχετε αυξηθεί,
είστε αυξημένοι, -ες
έχει αυξηθεί,
είναι αυξημένος, -η, -ο
έχουν αυξηθεί,
είναι αυξημένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα αυξηθεί,
ήμουν αυξημένος, -η
είχαμε αυξηθεί,
ήμαστε αυξημένοι, -ες
είχες αυξηθεί,
ήσουν αυξημένος, -η
είχατε αυξηθεί,
ήσαστε αυξημένοι, -ες
είχε αυξηθεί,
ήταν αυξημένος, -η, -ο
είχαν αυξηθεί,
ήταν αυξημένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα αυξάνομαι θα αυξανόμαστε
θα αυξάνεσαι θα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε
θα αυξάνεται θα αυξάνονται
Future (simple) θα αυξηθώ θα αυξηθούμε
θα αυξηθείς θα αυξηθείτε
θα αυξηθεί θα αυξηθούν(ε)
Future Perfect θα έχω αυξηθεί,
θα είμαι αυξημένος, -η
θα έχουμε αυξηθεί,
θα είμαστε αυξημένοι,-ες
θα έχεις αυξηθεί,
θα είσαι αυξημένος, -η
θα έχετε αυξηθεί,
θα είστε αυξημένοι, -ες
θα έχει αυξηθεί,
θα είναι αυξημένος, -η, -ο
θα έχουν αυξηθεί,
θα είναι αυξημένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να αυξάνομαι να αυξανόμαστε
να αυξάνεσαι να αυξάνεστε, να αυξανόσαστε
να αυξάνεταιε να αυξάνονται
Aorist να αυξηθώ να αυξηθούμε
να αυξηθείς να αυξηθείτε
να αυξηθεί να αυξηθούν(ε)
Perfect να έχω αυξηθεί,
να είμαι αυξημένος, -η
να έχουμε αυξηθεί,
να είμαστε αυξημένοι,-ες
να έχεις αυξηθεί,
να είσαι αυξημένος, -η
να έχετε αυξηθεί,
να είστε αυξημένοι, -η
να έχει αυξηθεί,
να είναι αυξημένος, -η, -ο
να έχουν αυξηθεί,
να είναι αυξημένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- αυξάνεστε
Aorist αυξήσου αυξηθείτε
Participle
Present αυξανόμενος
Perfect αυξημένος, -η, -ο αυξημένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist αυξηθεί
Enkele voorbeelden met «αυξάνομαι»:
ελληνικά αγγικά
Στο μέλλον η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων θα συνεχίσει να αυξάνεται. The world demand for food will continue to rise in the future.
Η ανεργία θα αυξηθεί και πάλι στις περισσότερες χώρες. Unemployment in most countries will increase again.
Ειδικά σε αυτούς τους ασθενείς είναι αυξημένος ένα κίνδυνος. Especially with these patients there is an increased risk.
Πρέπει να αντιμετωπισθεί ο αυξανόμενος περιβαλλοντικός τους αντίκτυπος. The rising impact on the environment should be tackled.
Τα προβλήματα ελέγχου αυξήθηκαν. The control problems increased.

Verbs with the same conjugation as «αυξάνομαι»

προσαυξάνομαι to increase further
-- --