Present Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Imperfect υπάρχω υπάρχουμε, υπάρχομε
υπάρχεις υπάρχετε
υπάρχει υπάρχουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd υπήρχα υπήρχαμε
υπήρχες υπήρχατε
υπήρχε υπήρχαν(ε)
Aorist (simple past) υπήρξα υπήρξαμε
υπήρξες υπήρξατε
υπήρξε υπήρξαν(ε)
Perfect έχω υπάρξει έχουμε υπάρξει
έχεις υπάρξει έχετε υπάρξει
έχει υπάρξει έχουν υπάρξει
Pluperfect είχα υπάρξει είχαμε υπάρξει
είχες υπάρξει είχατε υπάρξει
είχε υπάρξει είχαν υπάρξει
Future (continuous) θα υπάρχω θα υπάρχουμε
θα υπάρχεις θα υπάρχετε
θα υπάρχει θα υπάρχουν(ε)
Future (simple) θα υπάρξω θα υπάρξουμε, θα υπάρξομε
θα υπάρξεις θα υπάρξεις
θα υπάρξει θα υπάρξουν(ε)
Future Perfect θα έχω υπάρξει θα έχουμε υπάρξει
θα έχεις υπάρξει θα έχετε υπάρξει
θα έχει υπάρξει θα έχουν υπάρξει
Subjunctive Mood
Present να υπάρχω να υπάρχουμε, να υπάρχομε
να υπάρχεις να υπάρχετε
να υπάρχει να υπάρχουν(ε)
Aorist να υπάρξω να υπάρξουμε, να υπάρξομε
να υπάρξεις να υπάρξετε
να υπάρξει να υπάρξουν(ε)
Perfect να έχω υπάρξει να έχουμε υπάρξει
να έχεις υπάρξει να έχετε υπάρξει
να έχει υπάρξει να έχουν υπάρξει
Imperative Mood
Present - -
Aorist υπάρχετε υπάρξτε, υπάρξετε
Participle
Present υπάρχοντας
Perfect έχοντας υπάρξει
Infinitive
Aoristus υπάρξει
Examples with «υπάρχω»
ελληνικά αγγλικά
Θα υπάρχει τρόπος να το βρούνε. There should be a way to find it.
Υπάρχει κανένα εστιατόριο εδώ κοντά; Is there a restaurant close by here?
Αυτό το σπίτι υπήρχε ως σχολείο πριν. This house was a school in the past
Υπάρχουν αρκετά μέσα, αν πεινάτε ακόμα. There is enough inside, if you're still hungry.
Δεν μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς την οικονομία. We cannot exist without the economy.
Verbs with the same conjugation as «υπάρχω»:
-
-