Present |
συνάπτω |
συνάπτουμε, συνάπτομε |
συνάπτεις |
συνάπτετε |
συνάπτει |
συνάπτουν(ε) |
Imperfect |
σύναπτα, συνήπτα |
συνάπταμε |
σύναπτες, συνήπτες |
σύναπτε, συνήπτε |
σύναπτε, συνήπτε |
σύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπταν |
Aorist (simple past) |
σύναψα, συνήψα |
συνάψαμε |
σύναψες, συνήψες |
συνάψατε |
σύναψε, συνήψε |
σύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψαν |
Perfect |
έχω συνάψει |
έχουμε συνάψει |
έχεις συνάψει |
έχετε συνάψει |
έχει συνάψει |
έχουν συνάψει |
Pluperfect |
είχα συνάψει |
είχαμε συνάψει |
είχες συνάψει |
είχατε συνάψει |
είχε συνάψει |
είχαν συνάψει |
Future (continuous) |
θα συνάπτω |
θα συνάπτουμε, θα συνάπτομε |
θα συνάπτεις |
θα συνάπτετε |
θα συνάπτει |
θα συνάπτουν(ε) |
Future (simple) |
θα συνάψω |
θα συνάψουμε, θα συνάψομε |
θα συνάψεις |
θα συνάψετε |
θα συνάψει |
θα συνάψουν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω συνάψει |
θα έχουμε συνάψει |
θα έχεις συνάψει |
θα έχετε συνάψει |
θα έχει συνάψει |
θα έχουν συνάψει |
Subjunctive mood |
|
Present |
να συνάπτω |
να συνάπτουμε, να συνάπτομε |
να συνάπτεις |
να συνάπτετε |
να συνάπτει |
να συνάπτουν(ε) |
Aorist |
να συνάψω |
να συνάψουμε, να συνάψομε |
να συνάψεις |
να συνάψετε |
να συνάψει |
να συνάψουν(ε) |
Perfect |
να έχω συνάψει |
να έχουμε συνάψει |
να έχεις συνάψει |
να έχετε συνάψει |
να έχει συνάψει |
να έχουν συνάψει |
Imperative mood |
|
Present |
σύναπτε |
συνάπτετε |
Aorist |
σύναψε |
συνάψτε, συνάψετε |
Participle |
|
Present |
συνάπτοντας |
Perfect |
έχοντας συνάψει |
Infinitive |
|
Aorist |
συνάψει |