Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present συνάπτω συνάπτουμε, συνάπτομε
συνάπτεις συνάπτετε
συνάπτει συνάπτουν(ε)
Imperfect σύναπτα, συνήπτα συνάπταμε
σύναπτες, συνήπτες σύναπτε, συνήπτε
σύναπτε, συνήπτε σύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπταν
Aorist (simple past) σύναψα, συνήψα συνάψαμε
σύναψες, συνήψες συνάψατε
σύναψε, συνήψε σύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψαν
Perfect έχω συνάψει έχουμε συνάψει
έχεις συνάψει έχετε συνάψει
έχει συνάψει έχουν συνάψει
Pluperfect είχα συνάψει είχαμε συνάψει
είχες συνάψει είχατε συνάψει
είχε συνάψει είχαν συνάψει
Future (continuous) θα συνάπτω θα συνάπτουμε, θα συνάπτομε
θα συνάπτεις θα συνάπτετε
θα συνάπτει θα συνάπτουν(ε)
Future (simple) θα συνάψω θα συνάψουμε, θα συνάψομε
θα συνάψεις θα συνάψετε
θα συνάψει θα συνάψουν(ε)
Future Perfect θα έχω συνάψει θα έχουμε συνάψει
θα έχεις συνάψει θα έχετε συνάψει
θα έχει συνάψει θα έχουν συνάψει
Subjunctive mood
Present να συνάπτω να συνάπτουμε, να συνάπτομε
να συνάπτεις να συνάπτετε
να συνάπτει να συνάπτουν(ε)
Aorist να συνάψω να συνάψουμε, να συνάψομε
να συνάψεις να συνάψετε
να συνάψει να συνάψουν(ε)
Perfect να έχω συνάψει να έχουμε συνάψει
να έχεις συνάψει να έχετε συνάψει
να έχει συνάψει να έχουν συνάψει
Imperative mood
Present σύναπτε συνάπτετε
Aorist σύναψε συνάψτε, συνάψετε
Participle
Present συνάπτοντας
Perfect έχοντας συνάψει
Infinitive
Aorist συνάψει
Examples with «συνάπτω»:
ελληνικά αγγλικά
Συνάπτοντας μιας συμμαχίας επιβεβαίωσε την ειρήνη. The conclusion of an alliance confirmed peace.
Σύναψαν ειρήνη μετά από χρόνια της σύγκρουσης. They made peace after years of conflict.
Σύναπτε μάχη με των πολιτικών του αντιπάλου του. He went into a battle with his political opponent.
Οι επιχειρήσεις έπρεπε να συνάπτουν συμβάσεις ασφάλισης να καλύπτουν τις ζημίες τους. The companies had to conclude insurance contracts in order to cover their losses.