Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present καταλαβαίνω καταλαβαίνουμε, καταλαβαίνομε
καταλαβαίνεις καταλαβαίνετε
καταλαβαίνει καταλαβαίνουν(ε)
Imperfect καταλάβαινα καταλαβαίναμε
καταλάβαινες καταλαβαίνατε
καταλάβαινε καταλάβαιναν, καταλαβαίναν(ε)
Aorist (simple past) κατάλαβα καταλάβαμε
κατάλαβες καταλάβατε
κατάλαβε κατάλαβαν, καταλάβαναν(ε)
Perfect έχω καταλάβει έχουμε καταλάβει
έχεις καταλάβει έχετε καταλάβει
έχει καταλάβει έχουν καταλάβει
Pluperfect είχα καταλάβει είχαμε καταλάβει
είχες καταλάβει είχατε καταλάβει
είχε καταλάβει είχαν καταλάβει
Future (continuous) θα καταλαβαίνω θα καταλαβαίνουμε, θα καταλαβαίνομε
θα καταλαβαίνεις θα καταλαβαίνετε
θα καταλαβαίνει θα καταλαβαίνουν(ε)
Future (simple) θα καταλάβω θα καταλάβουμε, θα καταλάβομε
θα καταλάβεις θα καταλάβετε
θα καταλάβει θα καταλάβουν(ε)
Future Perfect θα έχω καταλάβει θα έχουμε καταλάβει
θα έχεις καταλάβει θα έχετε καταλάβει
θα έχει καταλάβει θα έχουν καταλάβει
Subjunctive mood
Present να καταλαβαίνω να καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνομε
να καταλαβαίνεις να καταλαβαίνετε
να καταλαβαίνει να καταλαβαίνουν(ε)
Aorist να καταλάβω να καταλάβουμε, να καταλάβομε
να καταλάβεις να καταλάβετε
να καταλάβει να καταλάβουν(ε)
Perfect να έχω καταλάβει να έχουμε καταλάβει
να έχεις καταλάβει να έχετε καταλάβει
να έχει καταλάβει να έχουν καταλάβει
Imperative mood
Present καταλάβαινε καταλαβαίνετε
Aorist κατάλαβε καταλάβετε
Participle
Present καταλαβαίνοντας
Perfect έχοντας καταλάβει
Infinitive
Aorist καταλάβει
Examples with «καταλαβαίνω»
ελληνικά αγγλικά
Καταλαβαίνεις τι λέω; Do you understand what I'm saying.
Nα μη βγεις έξω! κατάλαβες; Don't go outside! O.k.!
Όταν συγκρίνεις τις δύο εικόνες, καταλαβαίνεις τη διαφορά When you compare the two pictures, you can see the difference.
Ήμουνα ζεστά ντυμένη και δεν το κατάλαβα το κρύο. I was dressed warmly and didn't notice the cold.
Τέλειωσε η δουλειά χωρίς να το καταλάβουμε. The job was done without us realizing it.
Πρέπει να καταλάβεις ότι η ζωή είναι δύσκολη. You should be aware that life is difficult.
Tώρα κατάλαβες τι παλιάνθρωπος είναι; Do you understand now what a scoundrel he is?
Verbs with the same conjugation:
- λανθάνω be mistaken
- λαχαίνω encounter, come accross
- μαθαίνω teach, learn
- παθαίνω suffer, endure