Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present τείνω τείνουμε, τείνομε
τείνεις τείνετε
τείνει τείνουν(ε)
Imperfect έτεινα τείναμε
έτεινες τείνατε
έτεινε έτειναν, τείναν(ε)
Aorist (simple past) έτεινα τείναμε
έτεινες τείνατε
έτεινε έτειναν, τείναν(ε)
Perfect έχω τείνει έχουμε τείνει
έχεις τείνει έχετε τείνει
έχει τείνει έχουν τείνει
Pluperfect είχα τείνει είχαμε τείνει
είχες τείνει είχατε τείνει
είχε τείνει είχαν τείνει
Future (continuous) θα τείνω θα τείνουμε, θα τείνομε
θα τείνεις θα τείνετε
θα τείνει θα τείνουν(ε)
Future (simple) θα τείνω θα τείνουμε, θα τείνομε
θα τείνεις θα τείνετε
θα τείνει θα τείνουν(ε)
Future Perfect θα έχω τείνει θα έχουμε τείνει
θα έχεις τείνει θα έχετε τείνει
θα έχει τείνει θα έχουν τείνει
Subjunctive mood
Present να τείνω να τείνουμε, να τείνομε
να τείνεις να τείνετε
να τείνει να τείνουν(ε)
Aorist να τείνω να τείνουμε, να τείνομε
να τείνεις να τείνετε
να τείνει να τείνουν(ε)
Perfect να έχω τείνει να έχουμε τείνει
να έχεις τείνει να έχετε τείνει
να έχει τείνει να έχουν τείνει
Imperative mood
Present τείνε τείνετε
Aorist τείνε τείνετε
Participle
Present τείνοντας
Perfect έχοντας τείνει
Infinitive
Aorist τείνει
Examples with «τείνω»
ελληνικά αγγλικά
Το φαινόμενο που τείνει να επαναλαμβάνεται The phenomenon that tends to recur.
Έτεινα να πιστέψω ότι είχε δίκιο σε όσα έλεγε. I tended to believe that he was right by saying all that.
Πού τείνουν οι ενέργειές σου; Where are your activities leading to?
Mου έτεινε φιλικά το χέρι του. He friendly reached out his hand to me.
Τείνει σε μια αναθεώρηση των απόψεών του. He tends to a revision of its views.
Όλοι τείνουμε στον ίδιο σκοπό. We all tend towards the same purpose.
Verbs with the same conjugation as «τείνω»:
- αντιτείνω * demur
- διακρίνω ** descry, distinguish
- εντείνω *** intensify, strain
- επεκτείνω *** extend, widen
- επικρίνω * criticize, disapprove
- επιτείνω *** strengthen
- κατακρίνω ** blame, deprecate
- κλίνω ** cant, decline
- κρίνω ** criticize, judge
- παρατείνω *** extend, lengthen
- προτείνω *** propose, to outstretch (hand)
- φθίνω * decay, wilt, wither
- συγκρίνω ** compare, contrast
- .
 

The with * marked verbs don't have a passive voice

** The passive voices of these active verbs are conjugated as «ψήνομαι»

*** The passive voices of these active verbs are conjugated as «παρατείνομαι»

 

In ancient Greek «τείνω» had a passive voice with «ετάθην» as aorist. In Modern Greek this would be «τάθηκα» that still is used occasionally. In verbs with prefixes derived from «τείνω», forms with «τάθηκα» are increasingly used a.f.:

  • «εντάθηκε» - he/she/it stretched out (the verb is «εκτείνω»)
  • «επεκτάθκε» - it spread out (the verb is «επεκτείνω»)
  • «εντάθηκε» - it is strengthened (the verb is «εντείνω»)
  • «παρατάθηκε» - it is extended (the verb is «παρατείνω»)

The passive participle «τεταμένος» - stretched, strained is used in MG as an adjective.