Tenses - moods | Passive voice | |
---|---|---|
Indicative Mood | Singular | Plural |
Present | συντρίβομαι | συντριβόμαστε |
συντρίβεσαι | συντρίβεστε, συντριβόσαστε | |
συντρίβεται | συντρίβονται | |
Imperfect | συντριβόμουν(α) | συντριβόμαστε, συντριβόμασταν |
συντριβόσουν(α) | συντριβόσαστε, συντριβόσασταν | |
συντριβόταν(ε), συντρίβονταν | συντρίβονταν, συντριβόντανε, συντριβόντουσαν | |
Aorist (simple past) | συντρίφτηκα | συντριφτήκαμε |
συντρίφτηκες | συντριφτήκατε | |
συντρίφτηκε, συνετρίβη | συντρίφτηκαν, συντριφτήκαν(ε), συνετρίβησαν | |
Perfect | έχω συντριφτεί, έχω συντριβεί |
έχουμε συντριφτεί, έχουμε συντριβεί |
έχεις συντριφτεί, έχεις συντριβεί |
έχετε συντριφτεί, έχετε συντριβεί |
|
έχει συντριφτεί, έχει συντριβεί |
έχουν συντριφτεί, έχουν συντριβεί |
|
Pluperfect | είχα συντριφτεί, είχα συντριβεί |
είχαμε συντριφτεί, είχαμε συντριβεί |
είχες συντριφτεί, είχες συντριβεί |
είχατε συντριφτεί, είχατε συντριβεί |
|
είχε συντριφτεί, είχε συντριβεί |
είχαν συντριφτεί, είχαν συντριβεί |
|
Future (continuous) | θα συντρίβομαι | θα συντριβόμαστε |
θα συντρίβεσαι | θα συντρίβεστε, θα συντριβόσαστε | |
θα συντρίβεται | θα συντρίβονται | |
Future (simple) | θα συντριφτώ, θα συντριβώ | θα συντριφτούμε, θα συντριβούμε |
θα συντριφτείς, θα συντριβείς | θα συντριφτείτε, θα συντριβείτε | |
θα συντριφτεί, θα συντριβεί | θα συντριφτούν(ε), θα συντριβούν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω συντριφτεί, θα έχω συντριβεί |
θα έχουμε συντριφτεί, θα έχουμε συντριβεί |
θα έχεις συντριφτεί, θα έχεις συντριβεί |
θα έχετε συντριφτεί, θα έχετε συντριβεί |
|
θα έχει συντριφτεί, θα έχει συντριβεί |
θα έχουν συντριφτεί, θα έχουν συντριβεί |
|
Subjunctive Mood | ||
Present | να συντρίβομαι | να συντριβόμαστε |
να συντρίβεσαι | να συντρίβεστε, να συντριβόσαστε | |
να συντρίβεται | να συντρίβονται | |
Aorist | να συντριφτώ, να συντριβώ | να συντριφτούμε, να συντριβούμε |
να συντριφτείς, να συντριβείς | να συντριφτείτε, να συντριβείτε | |
να συντριφτεί, να συντριβεί | να συντριφτούν(ε), να συντριβούν(ε) | |
Perfect | να έχω συντριφτεί, να έχω συντριβεί |
να έχουμε συντριφτεί, να έχουμε συντριβεί |
να έχεις συντριφτεί, να έχεις συντριβεί |
να έχετε συντριφτεί, να έχετε συντριβεί |
|
να έχει συντριφτεί, να έχει συντριβεί |
να έχουν συντριφτεί, να έχουν συντριβεί |
|
Imperative Mood | ||
Present | -- | συντρίβεστε |
Aorist | συντρίψου | συντριφτείτε, συντριβείτε |
Participle | ||
Present | συντριβόμενος | |
Perfect | συντετριμμένος, -η, -ο | συντετριμμένοι, -ες, -α |
Infinitive | ||
Aorist | συντριφτεί, συντριβεί |
Examples with «συντρίβομαι»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Είδα το αεροπλάνο να πέφτει και να συντρίβεται στο έδαφος. | I saw the airplane fallen down, crashing on the ground. |
Το αυτοκίνητο συντρίφτηκε επάνω στον τοίχο. | The cars crashed againt the wall. |
Η ειρηνική συνύπαρξη των λαών είχε συντριβεί. | The peaceful coexistence of the nations was breaking up. |
Το τραγούδι της ελευθερίας συνετρίβη μεταξύ των δύο μερών. | The song of freedom bursted out between the two groupings. |
Είμαι συντετριμμένος από την απώλεια του, αλλά θα συνεχίσω τη δουλειά του. | I'm broken by his loss, but will continue his work. |
Verbs with the same conjugation as «συντρίβομαι»:
- συνθλίβομαι | to crush, squash, squelch |