Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αμύνομαι αμυνόμαστε
αμύνεσαι αμύνεστε, αμυνόσαστε
αμύνεται αμύνονται
Onvoltooid verleden tijd αμυνόμουν(α) αμυνόμαστε, αμυνόμασταν
αμυνόσουν(α) αμυνόσαστε, αμυνόσασταν
αμυνόταν(ε) αμύνονταν, αμυνόντανε, αμυνόντουσαν
Aoristus αμύνθηκα αμυνθήκαμε
αμύνθηκες αμυνθήκατε
αμύνθηκε αμύνθηκαν, αμυνθήκαν(ε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αμυνθεί,
είμαι αμυμένος, -η
έχουμε αμυνθεί,
είμαστε αμυμένοι, -ες
έχεις αμυνθεί,
είσαι αμυμένος, -η
έχετε αμυνθεί,
είστε αμυμένοι, -ες
έχει αμυνθεί,
είναι αμυμένος, -η, -ο
έχουν αμυνθεί,
είναι αμυμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα αμυνθεί,
ήμουν αμυμένος, -η
είχαμε αμυνθεί,
ήμαστε αμυμένοι, -ες
είχες αμυνθεί,
ήσουν αμυμένος, -η
είχατε αμυνθεί,
ήσαστε αμυμένοι, -ες
είχε αμυνθεί,
ήταν αμυμένος, -η, -ο
είχαν αμυνθεί,
ήταν αμυμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα αμύνομαι θα αμυνόμαστε
θα αμύνεσαι θα αμύνεστε, θα αμυνόσαστε
θα αμύνεται θα αμύνονται
Toekomende tijd (2) θα αμυνθώ θα αμυνθούμε
θα αμυνθείς θα αμυνθείτε
θα αμυνθεί θα αμυνθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αμυνθεί,
θα είμαι αμυμένος, -η
θα έχουμε αμυνθεί,
θα είμαστε αμυμένοι,-ες
θα έχεις αμυνθεί,
θα είσαι αμυμένος, -η
θα έχετε αμυνθεί,
θα είστε αμυμένοι, -ες
θα έχει αμυνθεί,
θα είναι αμυμένος, -η, -ο
θα έχουν αμυνθεί,
θα είναι αμυμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αμύνομαι να αμυνόμαστε
να αμύνεσαι να αμύνεστε, να αμυνόσαστε
να αμύνεται να αμύνονται
Aoristus να αμυνθώ να αμυνθούμε
να αμυνθείς να αμυνθείτε
να αμυνθεί να αμυνθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αμυνθεί,
να είμαι αμυμένος, -η
να έχουμε αμυνθεί,
να είμαστε αμυμένοι,-ες
να έχεις αμυνθεί,
να είσαι αμυμένος, -η
να έχετε αμυνθεί,
να είστε αμυμένοι, -η
να έχει αμυνθεί,
να είναι αμυμένος, -η, -ο
να έχουν αμυνθεί,
να είναι αμυμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- αμύνεστεε
Aoristus μολύνσου αμυνθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd αμυμένος, -η, -ο αμυμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus αμυνθεί
Enkele voorbeelden met «αμύνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Δεν θέλω να ακουστεί σαν να αμύνομαι. Ik wil niet defensief overkomen.
Όταν αμυνόμαστε, κερδίζουμε. Als we terugslaan, winnen we.
Το ερώτημα είναι αν πρέπει ή όχι να αμυνόμαστε. De vraag is of we ons wel of niet moeten verdedigen.
Οι αρχές εξακολουθούν να αμύνονται με απάθεια. De autoriteiten blijven zichzelf verdedigen met apathie.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «αμύνομαι»

- απευθύνομαι adresseren, zich beroepen op
- αποθαρρύνομαι ontmoedigd zijn
- απομακρύνομαι ontmoedigd worden
- βαρύνομαι beschuldigd worden, ten laste gelegd worden
- δασύνομαι * ruw ademhalen
- διευθύνομαι beheren, aanvoeren
- διευκολύνομαι vergemakkelijken
- διευρύνομαι verbreden, uitbreiden, vergroten
- διευρύνομαι verbreden, uitbreiden, vergroten
- ενθαρρύνομαι aanmoedigen
- ευθύνομαι verantwoordelijk zijn
- ευκολύνομαι * zich kunnen veroorloven
- ευρύνομαι verbreden
- καταπραΰνομαι verlichten,
- κατευθύνομαι rijden, sturen, begeleiden
- μολύνομαι besmetten
- τραχύνομαι opruwen, harden
* deze passieve werkwoorden hebben geen actieve vormen en alleen de onvoltooid tegenwoordige tijden en de onvoltooid verleden tijden worden gebruikt.