Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ψάχνω ψάχνουμε, ψάχνομε
ψάχνεις ψάχνετε
ψάχνει ψάχνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έψαχνα ψάχναμε
έψαχνες ψάχνατε
έψαχνε έψαχναν, ψάχναν(ε)
Aoristus έψαξα ψάξαμε
έψαξες ψάξατε
έψαξε έψαξαν, ψάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ψάξει, έχω ψαγμένο έχουμε ψάξει, έχουμε ψαγμένο
έχεις ψάξει, έχεις ψαγμένο έχετε ψάξει, έχετε ψαγμένο
έχει ψάξει, έχει ψαγμένο έχουν ψαχτεί, έχουν ψαγμένο
Voltooid verleden tijd είχα ψάξει, είχα ψαγμένο είχαμε ψάξει, είχαμε ψαγμένο
είχες ψάξει, είχες ψαγμένο είχατε ψάξει, είχατε ψαγμένο
είχε ψάξει, είχε ψαγμένο είχαν ψάξει, είχαν ψαγμένο
Toekomende tijd (1) θα ψάχνω θα ψάχνουμε, θα ψάχνομε
θα ψάχνεις θα ψάχνετε
θα ψάχνει θα ψάχνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ψάξω θα ψάξουμε, θα ψάξομε
θα ψάξεις θα ψάξετε
θα ψάξει θα ψάξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ψάξει, θα έχω ψαγμένο θα έχουμε ψάξει, θα έχουμε ψαγμένο
θα έχεις ψάξει, θα έχεις ψαγμένο θα έχετε ψάξει, θα έχετε ψαγμένο
θα έχει ψάξει, θα έχει ψαγμένο θα έχουν ψαχτεί, θα έχουν ψαγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ψάχνω να ψάχνουμε, να ψάχνομε
να ψάχνεις να ψάχνετε
να ψάχνει να ψάχνουν(ε)
Aoristus να ψάξω να ψάξουμε, να ψάξομε
να ψάξεις να ψάξετε
να ψάξει να ψάξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ψάξει, να έχω ψαγμένο να έχουμε ψάξει, να έχουμε ψαγμένο
να έχεις ψάξει, να έχεις ψαγμένο να έχετε ψάξει, να έχετε ψαγμένο
να έχει ψάξει, να έχει ψαγμένο να έχουν ψάξει, να έχουν ψαγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd ψάχνε ψάχνετε
Aoristus ψάξε ψάξτε, ψάχτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ψάχνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ψάξει, έχοντας ψαγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ψάξει

Enkele voorbeelden met «ψάχνω»:

ελληνικά ολλανδικά
Όλοι μας ψάχνουν σήμερα. Iedereen zoekt ons vandaag.
Ο αστυνομικός ήρθε από 'δω ψάχνοντας για όπλα. De agent kwam hier op zoek naar wapens.
Μπορείτε, σας παρακαλώ, να την πείτε ποιος είναι αυτός που ψάχνουμε. Wilt u, a.u.b., haar zeggen wie hij is die we zoeken.
Αν τον δω, θα του πω ότι τον έψαξες. Als ik hem zie zal ik hem zeggen dat je hem zocht.
Ψάχναμε την οικογένεια του για πέντε ημέρες, χωρίς αποτέλεσμα. We hebben vijf dagen naar zijn familie gezocht, zonder resultaat.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- αδράχνω grijpen, beetpakken
- δείχνω laten zien, tonen
- διώχνω achtervolgen, verjagen
- μαζώνω verzamelen, opsparen
- ρίχνω werpen, gooien, omstoten
- φτιάχνω maken, in orde maken
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ψάχνομαι ψαχνόμαστε
ψάχνεσαι ψάχνεστε, ψαχνόσαστε
ψάχνεται ψάχνονται
Onvoltooid verleden tijd ψαχνόμουν(α) ψαχνόμαστε, ψαχνόμασταν
ψαχνόσουν(α) ψαχνόσαστε, ψαχνόσασταν
ψαχνόταν ψάχνονταν, ψαχνόντανε, ψαχνόντουσαν
Aoristos ψάχτηκα ψαχτήκαμε
ψάχτηκες ψαχτήκατε
ψάχτηκε ψάχτηκαν, ψαχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ψαχτεί, είμαι ψαγμένος, -η έχουμε ψαχτεί, είμαστε ψαγμένοι, -ες
έχεις ψαχτεί, είσαι ψαγμένος, -η έχετε ψαχτεί, >είστε ψαγμένοι, -ες
έχει ψαχτεί, είναι ψαγμένος, -η, -ο έχουν ψαχτεί, είναι ψαγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ψαχτεί, ήμουν ψαγμένος, -η είχαμε ψαχτεί, ήμαστε ψαγμένοι, -ες
είχες ψαχτεί, ήσουν ψαγμένος, -η είχατε ψαχτεί, ήσαστε ψαγμένοι, -ες
είχε ψαχτεί, ήταν ψαγμένος, -η, -ο είχαν ψαχτεί, ήταν ψαγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ψάχνομαι θα ψαχνόμαστε
θα ψάχνεσαι θα ψάχνεστε, θα ψαχνόσαστε
θα ψάχνεται θα ψάχνονται
Toekomende tijd (2) θα ψαχτώ θα ψαχτούμε
θα ψαχτείς θα ψαχτείτε
θα ψαχτεί θα ψαχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ψαχτεί, θα είμαι ψαγμένος, -η θα έχουμε ψαχτεί, θα είμαστε ψαγμένοι, -ες
θα έχεις ψαχτεί, θα είσαι ψαγμένος, -η θα έχετε ψαχτεί, θα είστε ψαγμένοι, -ες
θα έχει ψαχτεί, θα είναι ψαγμένος, -η, -ο θα έχουν ψαχτεί, θα είναι ψαγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ψάχνομαι να ψαχνόμαστε
να ψάχνεσαι να ψάχνεστε, να ψαχνόσαστε
να ψάχνεται να ψάχνονται
Aoristus να ψαχτώ να ψαχτούμε
να ψαχτείς να ψαχτείτε
να ψαχτεί να ψαχτούν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ψαχτεί, να είμαι ψαγμένος, -η να έχουμε ψαχτεί, να είμαστε ψαγμένοι, -ες
να έχεις ψαχτεί, να είσαι ψαγμένος, -η να έχετε ψαχτεί, να είστε ψαγμένοι, -ες
να έχει ψαχτεί, να είναι ψαγμένος, -η, -ο να έχουν ψαχτεί, να είναι ψαγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ψάχνεστε
Aoristus ψάξου ψαχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ψαγμένος, -η, -ο ψαγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ψαχτεί

Enkele voorbeelden met «ψάχνομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Ψάχνομαι για σοβαρή σχέση. Ik ben op zoek naar een serieuze relatie.
Ψάχνομαι είναι την παθητική φωνή του ψάχνω. Gezocht worden is de lijdende vorm van zoeken.
Ψάξου αλλού! Zoek ergens anders!
Μη ψάχνετε αλλού, ψαχτείτε μεταξύ σας. Zoek niet elders! Zoek bij elkaar!
Αυτή την φορά η Ελένη δεν χρειάστηκε να ψαχτεί για τα κλειδία της. Deze keer hoefde Helen niet te zoeken naar haar sleutels.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ψάχνομαι»:
- δείχνομαι aantonen, bewijzen
- διώχνομαι verjaagd worden
- μαζώνομαι zich verzamelen, ineenkrimpen
- ρίχνομαι vooruitstomen, zich werpen op
- φτιάχνομαι zich opmaken, zich bedrinken
-