Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παραδίνω παραδίνουμε, παραδίνομε
παραδίνεις παραδίνετε
παραδίνει παραδίνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd παρέδινα παραδίναμε
παρέδινες παραδίνατε
πααέδινε παρέδιναν, παραδίναν(ε)
Aoristus παρέδωσα, παράδωσα έδωσα παραδώσαμε
παρέδωσες, παράδωσες παραδώσατε
παρέδωσε, παράδωσε παρέδωσαν, παραδώσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω παραδώσει
(έχω παραδοσμένο)
έχουμε παραδώσει
(έχουμε παραδοσμένο)
έχεις παραδώσει
(έχεις παραδοσμένο)
έχετε παραδώσει
(έχετε παραδοσμένο)
έχει παραδώσει
(έχει παραδοσμένο)
έχουν παραδώσει
(έχουν παραδοσμένο)
Voltooid verleden tijd είχα παραδώσει
(είχα παραδοσμένο)
είχαμε παραδώσει
(είχαμε παραδοσμένο)
είχες παραδώσει
(είχες παραδοσμένο)
είχατε παραδώσει
(είχατε παραδοσμένο)
είχε παραδώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν παραδώσει
(είχαν παραδοσμένο)
Toekomende tijd (1) θα παραδίνω θα παραδίνουμε, θα παραδίνομε
θα παραδίνεις θα παραδίνετε
θα παραδίνει θα παραδίνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα παραπαραδώσω θα παραδώσουμε, παραθα δώσομε
θα παραδώσεις θα παραδώσετε
θα παραδώσει θα παραδώσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παραδώσει
(θα έχω παραδοσμένο)
θα έχουμε παραδώσει
(θα έχουμε παραδοσμένο)
θα έχεις παραπαραδώσει
(θα έχεις παραδοσμένο)
θα έχετε παραπαραδώσει
(θα έχετε παραδοσμένο)
θα έχει παραδώσει
(θα έχει παραδοσμένο)
θα έχουν παραδώσει
(θα έχουν παραδοσμένο)
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παραδίνω να παραδίνουμε, να παραδίνομε
να παραδίνεις να παραδίνετε
να παραδίνει να παραδίνουν(ε)
Aoristus να παραδώσω να παραδώσουμε, να παραδώσομε
να παραδώσεις να παραδώσετε
να παραδώσει να παραδώσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παραδώσει
(να έχω παραδοσμένο)
να έχουμε παραδώσει
(να έχουμε παραδοσμένο)
να έχεις παραδώσει
(να έχεις παραδοσμένο)
να έχετε παραδώσει
(να έχετε παραδοσμένο)
να έχει παραδώσει
(να έχει παραδοσμένο)
να έχουν παραδώσει
(να έχουν παραδοσμένο)
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd παράδινε παραδίνετε
Aoristus παράδωσε παραδώστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παραδίνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας παραδώσει, έχοντας παραδοσμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus παραδώσει
Het gebruik van «παραδίνω»
ελληνικά ολλανδικά
Να παραδώσει τη ζωή του στα στοργικά μας χέρια. Laat hem zijn leven in onze liefdevolle handen overgeven.
Έχει να κάνει κάτι με το αποδεικτικό στοιχείο που παραδίνεις; Heeft het iets te maken met het bewijs dat je hebt overhandigd?
Παραδίνει το πακέτο. Hij/Zij overhandigt het pakket.
Ίσως να παρέδωσε τη λίστα. Misschien heeft hij/zij de lijst overhandigd
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «παραδίνω»:
- αναδίνω uitademen, stoom afblazen, ontsnappen
- δίνω geven
- καταδίνω overdragen, informeren (politie)
- προδίνω bedriegen, verraden
-
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παραδίνομαι παραδινόμαστε
παραδίνεσαι παραδίνεστε, παραδινόσαστε
παραδίνεται παραδίνονται
Onvoltooid verleden tijd παραδινόμουν(α) παραδινόμαστε, παραδινόμασταν
παραδινόσουν(α) παραδινόσαστε, παραδινόσασταν
παραδινόταν(ε) παραδίνονταν, παραδινόντανε, παραδινόντουσαν
Aoristus παραδόθηκα παραδοθήκαμε
παραδόθηκες παραδοθήκατε
παραδόθηκε παραδόθηκαν, παραδοθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω παραδοθεί
(είμαι παραδοσμένος, -η)
έχουμε παραδοθεί
(είμαστε παραδοσμένοι, -ες)
έχεις παραδοθεί
(είσαι παραδοσμένος, -η)
έχετε παραδοθεί
(είστε παραδοσμένοι, -ες)
έχει παραδοθεί
(είναι παραδοσμένος, -η, -ο)
έχουν παραδοθεί
(είναι παραδοσμένοι, -ες, -α)
Voltooid verleden tijd είχα παραδοθεί
(ήμουν παραδοσμένος, -η)
είχαμε παραδοθεί
(ήμαστε παραδοσμένοι, -ες)
είχες παραδοθεί
(ήσουν παραδοσμένος, -η)
είχατε παραδοθεί
(ήσαστε παραδοσμένοι, -ες)
είχε παραδοθεί
(ήταν παραδοσμένος, -η, -ο)
είχαν παραδοθεί
(ήταν παραδοσμένοι, -ες, -α)
Toekomende tijd (1) θα παραδίνομαι θα παραδινόμαστε
θα παραδίνεσαι θα παραδίνεστε, θα παραδινόσαστε
θα παραδίνεται θα παραδίνονται
Toekomende tijd (2) θα παραδοθώ θα παραδοθούμε
θα παραδοθείς θα παραδοθείτε
θα παραδοθεί θα παραδοθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παραδοθεί
(θα είμαι παραδοσμένος, -η)
θα έχουμε παραδοθεί
(θα είμαστε παραδοσμένοι, -ες)
θα έχεις παραδοθεί
(θα είσαι παραδοσμένος, -η)
θα έχετε παραδοθεί
(θα είστε παραδοσμένοι, -ες)
θα έχει παραδοθεί
(θα είναι παραδοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν παραδοθεί
(θα είναι παραδοσμένοι, -ες, -α)
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παραδίνομαι να παραδινόμαστε
να παραδίνεσαι να παραδίνεστε, να παραδινόσαστε
να παραδίνεται να παραδίνονται
Aoristus να παραδοθώ να παραδοθούμε
να παραδοθείς να παραδοθείτε
να παραδοθεί να παραδοθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παραδοθεί
(να είμαι παραδοσμένος, -η)
να έχουμε παραδοθεί
(να είμαστε παραδοσμένοι, -ες)
να έχεις παραδοθεί
(να είσαι παραδοσμένος, -η)
να έχεις παραδοθεί
(να είσαι παραδοσμένος, -η)
να έχει παραδοθεί
(να είναι παραδοσμένος, -η, -ο)
να έχουν παραδοθεί
(να είναι παραδοσμένοι, -ες, -α)
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- παραδίνεστε
Aoristus παραδώσου παραδοθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd παραπαραδοσμένος, -η, -ο παραδοσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus παραδοθεί
Het gebruik van «παραδίνομαι»
ελληνικά ολλανδικά
Δεν παραδίνεσαι ποτέ. Je geeft nooit op.
Παραδινόμαστε. We geven ons over.
Είπες ότι θα παραδινόσουν. Je zei dat zij zich zullen overgeven
Είμαι βέβαιος ότι θα το παραδοθεί χωρίς αντίσταση. Ik ben er zeker van dat hij het zonder verzet zal overhandigen.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als παραδίνομαι :
- δίνομαι gegeven worden
- προδίνομαι verraden, geheim vertellen
- καταδίνομαι verraden