Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαψεύδω διαψεύδουμε, διαψεύδομε
διαψεύδεις διαψεύδετε
διαψεύδετε διαψεύδουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd διέψευδα διαψεύδαμε
διέψευδες διαψεύδατε
διέψευδε διέψευδαν, διαψεύδαν(ε)
Aoristus διέψευσα διαψεύσαμε
διέψευσες διαψεύσατε
διέψευσε διέψευσαν, διαψεύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διαψεύσει έχουμε διαψεύσει
έχεις διαψεύσει έχετε διαψεύσει
έχει διαψεύσει έχουν διαψεύσει
Voltooid verleden tijd είχα διαψεύσει είχαμε διαψεύσει
είχες διαψεύσει είχατε διαψεύσει
είχε διαψεύσει είχαν διαψεύσει
Toekomende tijd (1) θα διαψεύδω θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδομε
θα διαψεύδεις θα διαψεύδετε
θα διαψεύδει θα διαψεύδουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα διαψεύσω θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσομε
θα διαψεύσεις θα διαψεύσετε
θα διαψεύσει θα διαψεύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διαψεύσει θα έχουμε διαψεύσει
θα έχεις διαψεύσει θα έχετε διαψεύσει
θα έχει διαψεύσει θα έχουν διαψεύσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαψεύδω να διαψεύδουμε, να διαψεύδομε
να διαψεύδεις να διαψεύδετε
να διαψεύδει να διαψεύδουν(ε)
Aoristus να διαψεύσω να διαψεύσουμε, να διαψεύσομε
να διαψεύσεις να διαψεύσετε
να διαψεύσετε να διαψεύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαψεύσει να έχουμε διαψεύσει
να έχεις διαψεύσει να έχετε διαψεύσει
να έχει διαψεύσει να έχουν διαψεύσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd διάψευδε διαψεύδετε
Aoristus διάψευσε διαψεύστε, διαψεύσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαψεύδοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας διαψεύσει
Onbepaalde wijs
Aoristus διαψεύσει
voorbeelden van «διαψεύδω»:
ελληνικά αγγλικά
Όλο αυτό σχετικά με την πίστη, το έχεις διαψεύσει. Je hebt dit alles over geloog ontkend.
Διαψεύδοντάς τον υπέγραψες την καταδίκη του. Door hem tegen te spreken heb je zijn veroordeling ondertekend.
Ξεχνάς ότι λέω και να μη με διαψεύδεις μπροστά στους φίλους μου. Je vergeet dat ik zeg me niet tegen te spreken voor de ogen van mijn vrienden.
Het volgende werkwoord wordt op dezelfde manier vervoegd als «διαψεύδω»:
-σπεύδω haasten, haast hebben
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαψεύδομαι διαψεύδομαι
διαψεύδεσαι διαψεύδεστε, διαψευδόσαστε
διαψεύδεται διαψεύδονται
Onvoltooid verleden tijd διαψευδόμουν(α) διαψευδόμαστε
διαψευδόσουν(α) διαψευδόσαστε
διαψευδόταν(ε) διαψεύδονταν
Aoristus διαψεύστηκα διαψευστήκαμε
διαψεύστηκες διαψευστήκατε
διαψεύστηκε διαψεύστηκαν, διαψευστήκαν(ε)
Tegenwoordige voltooide tijd έχω διαψευστεί,
είμαι διαψευσμένος, -η
έχουμε διαψευστεί,
είμαστε διαψευσμένοι, -ες
έχεις διαψευστεί,
είσαι διαψευσμένος, -η
έχετε διαψευστεί,
είστε διαψευσμένοι, -ες
έχει διαψευστεί,
είναι διαψευσμένος, -η, -ο
έχουν διαψευστεί,
είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα διαψευστεί,
ήμουν διαψευσμένος, -η
είχαμε διαψευστεί,
ήμαστε διαψευσμένοι, -ες
είχες διαψευστεί,
ήσουν διαψευσμένος, -η
είχατε διαψευστεί,
ήσαστε διαψευσμένοι, -ες
είχε διαψευστεί,
ήταν διαψευσμένος, -η, -ο
είχαν διαψευστεί,
ήταν διαψευσμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα διαψεύδομαι θα διαψευδόμαστε
θα διαψεύδεσαι θα διαψεύδεστε θα διαψευδόσαστε
θα διαψεύδεται θα διαψεύδονται
Toekomende tijd (2) θα διαψευστώ θα διαψευστούμε
θα διαψευστείς θα διαψευστείτε
θα διαψευστεί θα διαψευστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διαψευστεί,
θα είμαι διαψευσμένος, -η
θα έχουμε διαψευστεί,
θα είμαστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχεις διαψευστεί,
θα είσαι διαψευσμένος, -η
θα έχετε διαψευστεί,
θα είστε διαψευσμένοι, -ες
θα έχει διαψευστεί,
θα είναι διαψευσμένος, -η, -ο
θα έχουν διαψευστεί,
θα είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαψεύδομαι να διαψευδόμαστε
να διαψεύδεσαι να διαψεύδεστε, να διαψευδόσαστε
να διαψεύδεται να διαψεύδονται
Aoristus να διαψευστώ να διαψευστούμε
να διαψευστείς να διαψευστείτε
να διαψευστεί να διαψευστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαψευστεί,
να είμαι διαψευσμένος, -η
να έχουμε διαψευστεί,
να είμαστε διαψευσμένοι, -ες
να έχεις διαψευστεί,
να είσαι διαψευσμένος, -η
να έχετε διαψευστεί,
να είστε διαψευσμένοι, -ες
να έχει διαψευστεί,
να είναι διαψευσμένος, -η, -ο
να έχουν διαψευστεί,
να είναι διαψευσμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- διαψεύδεστε
Aoristus διαψεύσου διαψευστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαψευδόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd διαψευσμένος, -η, -ο διαψευσμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus διαψευστεί
Enkele voorbeelden van «διαψεύδομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Ειδικότερα ο ισχυρισμός αυτός διαψεύδεται. Deze bewering in het bijzonder wordt tegengesproken.
Και η πληροφορία αυτή διαψεύστηκε επίσης. En deze informatie werd eveneens weerlegt.
Θα το πιστεύατε απλώς επειδή δεν μπορεί να διαψευστεί; Zou je het gewoon geloven omdat het niet kan worden ontkend?
Het volgende passieve werk woord wordt hetzelfde vervoegd als «διαψεύδομαι»:
- ψεύδομαι liegen, leugens vertellen