Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βλέπω βλέπουμε, βλέπομε
βλέπεις βλέπετε
βλέπει βλέπουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έβλεπα βλέπαμε
έβλεπες βλέπατε
έβλεπε έβλεπαν, βλέπανε
Aoristos είδα είδαμε
είδες είδατε
είδατε είδαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω δει/ιδεί έχουμε δει/ιδεί
έχεις δει/ιδεί έχετε δει/ιδεί
έχει δει/ιδεί έχουν δει/ιδεί
Voltooid verleden tijd είχα δει/ιδεί είχαμε δει/ιδεί
είχες δει/ιδεί είχες δει/ιδεί
είχε δει/ιδεί είχαν δει/ιδεί
Toekomende tijd (1) θα βλέπω θα βλέπουμε, θα βλέπομε
θα βλέπεις θα βλέπετε
θα βλέπει θα βλέπουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα δω/ιδώ θα δούμε/ιδούμε
θα δεις/ιδείς θα δείτε/ιδείτε
θα δει/ιδεί θα δουν, θα δούνε/ιδούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω δει/ιδεί θα έχουμε δει/ιδεί
θα έχεις δει/ιδεί θα έχετε ακούσδει/ιδείει
θα έχει δει/ιδεί θα έχουν δει/ιδεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βλέπω να βλέπουμε, να βλέπομε
να βλέπεις να βλέπετε
να βλέπει να βλέπουν(ε)
Aoristus να δω/ιδώ να δούμε/ιδούμε
να δεις/ιδείς να δείτε/ιδείτε
να δει/ιδεί να δουν/δούνε/ιδούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω δει/ιδεί να έχουμε δει/ιδεί
να έχεις δει/ιδεί να έχετε δει/ιδεί
να έχει δει/ιδεί να έχουν δει/ιδεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd βλέπε βλέπετε
Aoristus δες, ιδέ(ς) δείτε, δέστε, ιδέστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd βλέποντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας δει, έχοντας ιδεί
Onbepaalde wijs
Aoristus δει, ιδεί

We kunnen «βλέπω» voor de volgende begrippen gebruiken: zien, observeren, opmerken, ondervragen of interviewen, voorzien, dromen, opletten, negeren en doorzien (fig. iets begrijpen):

ελληνικά ολλανδικά
Μ 'αρέσει να βλέπω ταινίες. Ik houd ervan naar films te kijken.
Θα βλέπουμε αν έρχεται κανένας We zullen zien of er iemand komt.
Όπως βλέπετε το μέλλον σας είναι στα χέρια σας. Zoals u ziet ligt uw toekomst in uw handen.
Δε μ 'αρέσει να βλέπω τέτοια πράγματα στην πόλη μου. Ik vind het niet leuk zoiets in mijn stad te zien.
Είδες ότι ήταν μεθυσμένος; Zag je dat hij dronken was?
Δεν είδες ότι αυτός ο δρόμος είναι κλειστός; Zag je niet dat deze weg afgesloten is?
Αυτός είδε τρεις υποψηφίους για τη δουλειά. Hij interviewde vier candidaten voor het werk.
Τώρα τελευταία έβλεπα πολλά όνειρα. De laatste tijd droomde ik veel.
Βλέπω τα πράγματα με νέο μάτι. Ik zie de dingen in een nieuw daglicht
Βλέπουν μέσα από εμάς. Ze weten precies wat we doen (doorzien ons).
Κάνει πως δεν βλέπει τα πραγματικά προβλήματα Hij doet alsof hij de echte problemen niet ziet
Βλέπω τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. De dingen in hun juiste perspectief zien.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- ξαναβλέπω weerzien
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βλέπομαι βλεπόμαστε
βλέπεσαι βλέπεστε, βλεπόσαστε
βλέπεται βλέπονται
Onvoltooid verleden tijd βλεπόμουν(α) βλεπόμαστε, βλεπόμασταν
βλεπόσουν(α) βλεπόσαστε, βλεπόσασταν
βλεπόταν(ε) βλέπονταν, βλεπόντανε, βλεπόντουσαν
Aoristus ειδώθηκα ειδωθήκαμε
ειδώθηκες ειδωθήκατε
ειδώθηκε ειδώθηκαν, ειδωθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ιδωθεί,
είμαι ιδωμένος, -η
έχουμε ιδωθεί,
είμαστε ιδωμένοι, -ες
έχεις ιδωθεί,
είσαι ιδωμένος, -η
έχετε ιδωθεί,
είστε ιδωμένοι, -ες
έχει ιδωθεί,
είναι ιδωμένος, -η, -ο
έχουν ιδωθεί,
είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ιδωθεί,
ήμουν ιδωμένος, -η
είχαμε ιδωθεί,
ήμαστε ιδωμένοι, -ες
είχες ιδωθεί,
ήσουν ιδωμένος, -η
είχατε ιδωθεί,
ήσαστε ιδωμένοι, -ες
είχε ιδωθεί,
ήταν ιδωμένος, -η, -ο
είχαν ιδωθεί,
ήταν ιδωμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα βλέπομαι θα βλεπόμαστε
θα βλέπεσαι θα βλέπεστε, θα βλεπόσατε
θα βλέπεται θα βλέπονται
Toekomende tijd (2) θα ιδωθώ θα ιδωθούμε
θα ιδωθείς θα ιδωθείτε
θα ιδωθεί θα ιδωθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ιδωθεί,
θα είμαι ιδωμένος, -η
θα έχουμε ιδωθεί,
θα είμαστε ιδωμένοι, -ες
θα έχεις ιδωθεί,
θα είσαι ιδωμένος, -η
θα έχετε δει/ιδεί,
θα είστε ιδωμένοι, -ες
θα έχει ιδωθεί,
θα είναι ιδωμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδωθεί,
θα είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βλέπομαι( να βλεπόμαστε
να βλέπεσαι να βλέπεστε, να βλεπόσαστε
να βλέπεται να βλέπονται
Aoristus να ιδωθώ να ιδωούμε
να ιδωθείς να ιδωθείτε
να ιδωθεί να ιδωθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ιδωθεί
να είμαι ιδωμένος, -η
να έχουμε ιδωθεί,
να είμαστε ιδωμένοι, -ες
να έχεις ιδωθεί,
να είσαι ιδωμένος, -η
να έχετε ιδωθεί,
να είστε ιδωμένοι, -ες
να έχει ιδωθεί,
να είναι ιδωμένος, -η, -ο
να έχουν ιδωθεί,
να είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd βλέπεστε
Aoristus ιδωθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd ιδωμένος, -η, -ο ιδωμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ιδωθεί
«βλέπομαι» wordt a.v. gebruikt:
ελληνικά ολλανδικά
Αυτό μπορεί να ειδωθεί ως ένα πρώτο βήμα. Dat kan als een eerste aanzet gezien worden.
Θα ιδωθούμε αύριο λοιπόν. We gaan elkaar dus morgen zien
Το πρέπει αρχικά να ιδωθεί μόνο σαν πρόταση. Het moet slechts als een voorstel worden gezien.
Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε ήσουν άρρωστη. De laatste keer dat we elkaar zagen was je ziek.
Δεν έχουμε ποτέ ιδωθεί. We hebben elkaar nooit gezien.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- ξαναβλέπομαι elkaar terug zien