Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ποικίλλω ποικίλλουμε, ποικίλλομε
ποικίλλεις ποικίλλετε
ποικίλλει ποικίλλουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ποίκιλλα ποικίλλαμε
ποίκιλλες ποικίλλατε
ποίκιλλε ποίκιλλαν, ποικίλλαν(ε)
Aoristus ποίκιλα ποικίλαμε
ποίκιλες ποικίλατε
ποίκιλε ποίκιλαν, ποικίλαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ποικίλει έχουμε ποικίλει
έχεις ποικίλει έχετε ποικίλει
έχει ποικίλει έχουν ποικίλει
Voltooid verleden tijd είχα ποικίλει είχαμε ποικίλει
είχες ποικίλει είχατε ποικίλει
είχε ποικίλει είχαν ποικίλει
Toekomende tijd (1) θα ποικίλλω θα ποικίλλουμε, θα ποικίλλομε
θα ποικίλλεις θα ποικίλλετε
θα ποικίλλει θα ποικίλλουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ποικίλω θα ποικίλουμε, θα ποικίλομε
θα ποικίλεις θα ποικίλετε
θα ποικίλει θα ποικίλουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ποικίλει θα έχουμε ποικίλει
θα έχεις ποικίλει θα έχετε ποικίλει
θα έχει ποικίλει θα έχουν ποικίλει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ποικίλλω να ποικίλλουμε, να ποικίλλομε
να ποικίλλεις να ποικίλλετε
να ποικίλλει να ποικίλλουν(ε)
Aoristus να ποικίλω να ποικίλουμε, να ποικίλομε
να ποικίλεις να ποικίλετε
να ποικίλει να ποικίλουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ποικίλει να έχουμε ποικίλει
να έχεις ποικίλει να έχετε ποικίλει
να έχει ποικίλει να έχουν ποικίλει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd ποικίλλε ποικίλλετε
Aoristus ποικίλε ποικίλτε, ποικίλετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ποικίλλοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ποικίλει
Onbepaalde wijs
Aoristus ποικίλει
Voorbeelden met «ποικίλλω»
ελληνικά ολλανδικά
Η διαφορά αυτή ποικίλλει σημαντικά. Dit verschil varieert aanzienlijk.
Το χρώμα ποίκιλε από καφέ έως ανοιχτό καφέ De kleur varieerde van bruin naar lichtbruin.
Αυτό το ποσοστό θα ποικίλει ανάλογα με τις διάφορες περιοχές Dit percentage zal variëren afhankelijk van de diverse gebieden.
Αυτός ο πόνος μπορεί να ποικίλει από ήπιος έως σοβαρός. Deze pijn kan variëren van mild tot ernstig.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ποικίλλω»:
- πάλλω * trillen, vibreren, pulseren
- σφάλλω dwalen, zwerven, vergissen
- ψάλλω * zingen
* Deze werkwoorden hebben passieve vormen.