Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd φεύγω φεύγουμε, φεύγομε
φεύγεις φεύγετε
φεύγει φεύγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έφευγα φεύγαμε
έφευγες φεύγατε
έφευγε έφευγαν, φεύγαν(ε)
Aoristus έφυγα φύγαμε
έφυγες φύγατε
έφυγε έφυγαν, φύγαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω φύγει έχουμε φύγει
έχεις φύγει έχετε φύγει
έχει φύγει έχουν φύγει
Voltooid verleden tijd είχα φύγει είχαμε φύγει
είχες φύγει είχατε φύγει
είχε φύγει είχαν φύγει
Toekomende tijd (1) θα φεύγω θα φεύγουμε, θα φεύγομε
θα φεύγεις θα φεύγετε
θα φεύγει θα φεύγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα φύγω θα φύγουμε, θα φύγομε
θα φύγεις θα φύγετε
θα φύγει θα φύγουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω φύγει θα έχουμε φύγει
θα έχεις φύγει θα έχετε φύγει
θα έχει φύγει θα έχουν φύγει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να φεύγω να φεύγουμε, φεύγομε
να φεύγεις να φεύγετε
να φεύγει να φεύγουν(ε)
Aoristus να φύγω να φύγουμε, να φύγομε
να φύγεις να φύγετε
να φύγει να φύγουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω φύγει να έχουμε φύγει
να έχεις φύγει να έχετε φύγει
να έχει φύγει να έχουν φύγει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd φεύγε φεύγετε
Aoristus φύγε, φεύγα φύγετε, φευγάτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd φεύγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας φύγει
Onbepaalde wijs
Aoristus φύγει
Voorbeelden met «φεύγω»
ελληνικά ολλανδικά
Καλύτερα να φύγεις, είναι αργά. Beter dat je gaat, het is laat.
Τα Σαββατοκύριακα φεύγουν πολύ γρήγορα. De weekends gaan snel voorbij.
Θα φύγω από αυτήν την πόλη σήμερα στις τρεις. Ik zal deze stad vandaag om drie uur verlaten.
Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Hij/Zij opende de deur en ging weg.
Οι δύο ομάδες έφυγαν ισόπαλες από το γήπεδο. Beide teams verlieten het stadion zonder punten.
Μη φεύγετε! Ga niet weg!
Έφυγαν και έγιναν άφαντοι. Zij vluchtten en verdwenen.
Tου ΄φυγε το τιμόνι και το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο. Hij verloor controle over het stuur en de auto raakte van de weg.
Ο δορυφόρος έφυγε από την τροχιά του και χάθηκε στο διάστημα. De satelliet week af van zijn baan en verdween in de ruimte.
Πρόσεξε μη σου φύγει καμιά κουβέντα! Wees voorzichtig, ga geen gesprek uit de weg!
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- αποφεύγω vermijden, vluchten, ontwijken
- διαφεύγω vluchten, uitlekken
- καταφεύγω een schuilplaats vinden
- ξεφεύγω vluchten, weglopen
- προσφεύγω toevlucht nemen tot
-