Tenses - moods | Passive voice | |
---|---|---|
Indicative Mood | Singular | Plural |
Present | υποκλέπτομαι | υποκλεπτόμαστε |
υποκλέπτεσαι | υποκλέπτεστε, υποκλεπτόσαστε | |
υποκλέπτεται | υποκλέπτονται | |
Imperfect | υποκλεπτόμουν(α) | υποκλεπτόμαστε, υποκλεπτόμασταν |
υποκλεπτόσουν(α) | υποκλεπτόσαστε | |
υποκλεπτόταν | υποκλέπτονταν | |
Aorist (simple past) | υποκλάπηκα | υποκλαπήκαμε |
υποκλάπηκες | υποκλαπήκατε | |
υποκλάπηκε, υπεκλάπη | υποκλάπηκαν, υπεκλάπησαν | |
Perfect | έχω υποκλαπεί, είμαι υποκλεπτόμενος, -η |
έχουμε υποκλαπεί, είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
έχεις υποκλαπεί, είσαι υποκλεπτόμενος, -η |
έχετε υποκλαπεί, είστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
έχει υποκλαπεί, είναι υποκλεπτόμενος, -η, -ο |
έχουν υποκλαπεί, είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
Pluperfect | είχα υποκλαπεί, ήμουν υποκλεπτόμενος, -η |
είχαμε υποκλαπεί, ήμαστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
είχες υποκλαπεί, ήσουν υποκλεπτόμενος, -η |
είχατε υποκλαπεί, ήσαστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
είχε υποκλαπεί, ήταν υποκλεπτόμενος, -η, -ο |
είχαν υποκλαπεί, ήταν υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
Future (continuous) | θα υποκλέπτομαι | θα υποκλεπτόμαστε |
θα υποκλέπτεσαι | θα υποκλέπτεστε, θα υποκλεπτόσαστε | |
θα υποκλέπτεται | θα υποκλέπτονται | |
Future (simple) | θα υποκλαπώ | θα υποκλαπούμε |
θα υποκλαπείς | θα υποκλαπείτε | |
θα υποκλαπεί | θα υποκλαπούν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω υποκλαπεί, θα είμαι υποκλεπτόμενος, -η |
θα έχουμε υποκλαπεί, θα είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
θα έχεις υποκλαπεί, θα είσαι υποκλεπτόμενος, -η |
θα έχετε υποκλαπεί, θα είστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
θα έχει υποκλαπεί, θα είναι υποκλεπτόμενος, -η, -ο |
θα έχουν υποκλαπεί, θα είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
Subjunctive Mood | ||
Present | να υποκλέπτομαι | να υποκλεπτόμαστε |
να υποκλέπτεσαι | να υποκλέπτεστε, να υποκλεπτόσαστε | |
να υποκλέπτεται | να υποκλέπτονται | |
Aorist | να υποκλαπώ | να υποκλαπούμε |
να υποκλαπείς | να υποκλαπείτε | |
να υποκλαπεί | να υποκλαπούν(ε) | |
Perfect | να έχω υποκλαπεί, να είμαι υποκλεπτόμενος, -η |
να έχουμε υποκλαπεί, να είμαστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
να έχεις υποκλαπεί, να είσαι υποκλεπτόμενος, -η |
να έχετε υποκλαπεί, να είστε υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
να έχει υποκλαπεί, να είναι υποκλεπτόμενος, -η, -ο |
να έχουν υποκλαπεί, να είναι υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
|
Imperative Mood | ||
Present | -- | υποκλέπτεστε |
Aorist | υποκλέψου | υποκλαπείτε |
Participle | ||
Present | υποκλεπτόμενος | |
Perfect | υποκλεπτόμενος, -η, -ο | υποκλεπτομένοι, -ες, -α |
Infinitive | ||
Aorist | υποκλαπεί |
Examples with «υποκλέπτομαι»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Τα συνθήματα των χρηστών μπορεί να έχουν υποκλαπεί. | The passwords of the users might be stolen. |
Ο ρόλος της παιδείας υποκλέπτεται εδώ και αρκετό καιρό από τα μήντια. | The role of the education has been disturbed here for a considerable time. |
Είναι δύσκολο να το υποκλαπεί ως αναγνώριση δεν θα είναι εφικτή. | It is difficult to be intercepted, considering that identification can not be achieved. |
Φαίνεται ότι, σε γνώση του, υποκλάπηκε τη συνομιλία τους. | It seems that their conversation was eavesdropped as far as he knows. |