Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present διεγείρω διεγείρουμε, διεγείρομε
διεγείρεις διεγείρετε
διεγείρει διεγείρουν(ε)
Imperfect διήγειρα, διέγειρα διεγείραμε
διήγειρες, διέγειρες διεγείρατε
διήγειρε, διέγειρε διήγειραν, διεγείραν(ε)
Aorist (simple past) διήγειρα, διέγειρα διεγείραμε
διήγειρες, διέγειρες διεγείρατε
διήγειρε, διέγειρε διήγειραν, διεγείραν(ε)
Perfect έχω διεγείρει έχουμε διεγείρει
έχεις διεγείρει έχετε διεγείρει
έχει διεγείρει έχουν διεγείρει
Pluperfect είχα διεγείρει είχαμε διεγείρει
είχες διεγείρει είχατε διεγείρει
είχε διεγείρει είχαν διεγείρει
Future (continuous) θα διεγείρω θα διεγείρουμε, θα διεγείρομε
θα διεγείρεις θα διεγείρετε
θα διεγείρει θα διεγείρου(ε)
Future (simple) θα διεγείρω θα διεγείρουμε, θα διεγείρομε
θα διεγείρεις θα διεγείρετε
θα διεγείρει θα διεγείρουν(ε)
Future Perfect θα έχω διεγείρει θα έχουμε διεγείρει
θα έχεις διεγείρει θα έχετε διεγείρει
θα έχει διεγείρει θα έχουν διεγείρει
Subjunctive mood
Present να διεγείρω να διεγείρουμε, να διεγείρομε
να διεγείρεις να διεγείρετε
να διεγείρει να διεγείρουν(ε)
Aorist να διεγείρω να διεγείρουμε, να διεγείρομε
να διεγείρεις να διεγείρετε
να διεγείρει να διεγείρουν(ε)
Perfect να έχω διεγείρει να έχουμε διεγείρει
να έχεις διεγείρει να έχετε διεγείρει
να έχει διεγείρει να έχουν διεγείρει
Imperative mood
Present διέγειρε διεγείρετε
Aorist διέγειρε διεγείρετε
Participle
Present διεγείροντας
Perfect έχοντας διεγείρει
Infinitive
Aorist διεγείρει
Examples with «διεγείρω»:
ελληνικά αγγλικά
Η ατμόσφαιρα διεγείρει το μυαλό μου. The atmosphere stimulates my brain.
Ό,τι άκουσα διήγειρε τον μεγαλύτερο θαυμασμό μου. What I heard excited my greatest wonderment.
Θα πρέπει να το παραδεχθώ, αυτό πραγματικά με διεγείρει. I got to admit, this is really turning me on.
Verbs with the same conjugation as «διεγείρω»:
- εγείρω to raise, rear, rise
- εξεγείρω * to rouse, arouse, revolt, excite
- οικτίρω to feel pity, deplore

* This verb has also an passive voice

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present διεγείρομαι διεγειρόμαστε
διεγείρεσαι διεγείρεστε, διεγειρόσαστε
διεγείρεται διεγείρονται
Imperfect διεγειρόμουν(α) διεγειρόμαστε
διεγειρόσουν(α) διεγειρόσαστε
διεγειρόταν(ε) διεγείρονταν
Aorist (simple past) διεγέρθηκα διεγερθήκαμε
διεγέρθηκες διεγερθήκατε
διεγέρθηκε διεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε)
Perfect έχω διεγερθεί,
είμαι διεγερμένος, -η
έχουμε διεγερθεί,
είμαστε διεγερμένοι, -ες
έχεις διεγερθεί,
είσαι διεγερμένος, -η
έχετε διεγερθεί,
είστε διεγερμένοι, -ες
έχει διεγερθεί,
είναι διεγερμένος, -η, -ο
έχουν διεγερθεί,
είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα διεγερθεί,
ήμουν διεγερμένος, -η
είχαμε διεγερθεί,
ήμαστε διεγερμένοι, -ες
είχες διεγερθεί,
είσαι διεγερμένος, -η
είχατε διεγερθεί,
ήσαστε διεγερμένοι, -ες
είχε διεγερθεί,
ήταν διεγερμένος, -η, -ο
είχαν διεγερθεί,
ήταν διεγερμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα διεγείρομαι θα διεγειρόμαστε
θα διεγείρεσαι θα διεγείρεστε, θα διεγειρόσαστε
θα διεγείρεται θα διεγείρονται
Future (simple) θα διεγερθώ θα διεγερθούμε
θα διεγερθείς θα διεγερθείτε
θα διεγερθεί θα διεγερθούν(ε)
Future Perfect θα έχω διεγερθεί,
θα είμαι διεγερμένος, -η
θα έχουμε διεγερθεί,
θα είμαστε διεγερμένοι, -ες
θα έχεις διεγερθεί,
θα είσαι διεγερμένος, -η
θα έχετε διεγερθεί,
θα είστε διεγερμένοι, -ες
θα έχει διεγερθεί,
θα είναι διεγερμένος, -η, -ο
θα έχουν διεγερθεί,
θα είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να διεγείρομαι να διεγειρόμαστε
να διεγείρεσαι να διεγείρεστε, να διεγειρόσαστε
να διεγείρεται να διεγείρονται
Aorist να διεγερθώ να διεγερθούμε
να διεγερθείς να διεγερθείτε
να διεγερθεί να διεγερθούν(ε)
Perfect να έχω διεγερθεί,
να είμαι διεγερμένος, -η
να έχουμε διεγερθεί,
να είμαστε διεγερμένοι, -ες
να έχεις διεγερθεί,
να είσαι διεγερμένος, -η
να έχετε διεγερθεί,
να είστε διεγερμένοι, -ες
να έχει διεγερθεί,
να είναι διεγερμένος, -η, -ο
να έχουν διεγερθεί,
να είναι διεγερμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- διεγείρεστε
Aorist (διεγέρσου) διεγερθείτε
Participle
Present διεγειρόμενος
Perfect διεγερμένος, -η, -ο διεγερμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist διεγερθεί
Examples with «διεγείρομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Η επαφή αυτή διεγείρεται από ηλεκτρικό ρεύμα. This contact is stimulated by electricity.
Αν διεγερθεί το ένα, συχνά διεγείρεται και το άλλο. If one is stimulated, the other is often stimulated also.
Θα είσαι ακόμα διεγερμένος το Σάββατο το βράδυ; Will you still be aroused on Saturday night?
Verbs with the same conjugation as «διεγείρομαι»:
- εξεγείρομαι * to revolt, be indignant
- οδύρομαι to bemoan

* This verb has also an active voice