| Present |
διεγείρομαι |
διεγειρόμαστε |
| διεγείρεσαι |
διεγείρεστε, διεγειρόσαστε |
| διεγείρεται |
διεγείρονται |
| Imperfect |
διεγειρόμουν(α) |
διεγειρόμαστε |
| διεγειρόσουν(α) |
διεγειρόσαστε |
| διεγειρόταν(ε) |
διεγείρονταν |
| Aorist (simple past) |
διεγέρθηκα |
διεγερθήκαμε |
| διεγέρθηκες |
διεγερθήκατε |
| διεγέρθηκε |
διεγέρθηκαν, διεγερθήκαν(ε) |
| Perfect |
έχω διεγερθεί, είμαι διεγερμένος, -η |
έχουμε διεγερθεί, είμαστε διεγερμένοι, -ες |
έχεις διεγερθεί, είσαι διεγερμένος, -η |
έχετε διεγερθεί, είστε διεγερμένοι, -ες |
έχει διεγερθεί, είναι διεγερμένος, -η, -ο |
έχουν διεγερθεί, είναι διεγερμένοι, -ες, -α |
| Pluperfect |
είχα διεγερθεί, ήμουν διεγερμένος, -η |
είχαμε διεγερθεί, ήμαστε διεγερμένοι, -ες |
είχες διεγερθεί, είσαι διεγερμένος, -η |
είχατε διεγερθεί, ήσαστε διεγερμένοι, -ες |
είχε διεγερθεί, ήταν διεγερμένος, -η, -ο |
είχαν διεγερθεί, ήταν διεγερμένοι, -ες, -α |
| Future (continuous) |
θα διεγείρομαι |
θα διεγειρόμαστε |
| θα διεγείρεσαι |
θα διεγείρεστε, θα διεγειρόσαστε |
| θα διεγείρεται |
θα διεγείρονται |
| Future (simple) |
θα διεγερθώ |
θα διεγερθούμε |
| θα διεγερθείς |
θα διεγερθείτε |
| θα διεγερθεί |
θα διεγερθούν(ε) |
| Future Perfect |
θα έχω διεγερθεί, θα είμαι διεγερμένος, -η |
θα έχουμε διεγερθεί, θα είμαστε διεγερμένοι, -ες |
θα έχεις διεγερθεί, θα είσαι διεγερμένος, -η |
θα έχετε διεγερθεί, θα είστε διεγερμένοι, -ες |
θα έχει διεγερθεί, θα είναι διεγερμένος, -η, -ο |
θα έχουν διεγερθεί, θα είναι διεγερμένοι, -ες, -α |
| Subjunctive mood |
|
| Present |
να διεγείρομαι |
να διεγειρόμαστε |
| να διεγείρεσαι |
να διεγείρεστε, να διεγειρόσαστε |
| να διεγείρεται |
να διεγείρονται |
| Aorist |
να διεγερθώ |
να διεγερθούμε |
| να διεγερθείς |
να διεγερθείτε |
| να διεγερθεί |
να διεγερθούν(ε) |
| Perfect |
να έχω διεγερθεί, να είμαι διεγερμένος, -η |
να έχουμε διεγερθεί, να είμαστε διεγερμένοι, -ες |
να έχεις διεγερθεί, να είσαι διεγερμένος, -η |
να έχετε διεγερθεί, να είστε διεγερμένοι, -ες |
να έχει διεγερθεί, να είναι διεγερμένος, -η, -ο |
να έχουν διεγερθεί, να είναι διεγερμένοι, -ες, -α |
| Imperative mood |
|
| Present |
-- |
διεγείρεστε |
| Aorist |
(διεγέρσου) |
διεγερθείτε |
| Participle |
|
| Present |
διεγειρόμενος |
| Perfect |
διεγερμένος, -η, -ο |
διεγερμένοι, -ες, -α |
| Infinitive |
|
| Aorist |
διεγερθεί |