Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present χάσκω χάσκουμε, χάσκομε
χάσκεις χάσκετε
χάσκει χάσκουν(ε)
Imperfect έχασκα χάσκαμε
έχασκες χάσκατε
έχασκε έχασκαν, χάσκαν(ε)
Aorist (simple past)
Perfect
Pluperfect
Future (continuous) θα χάσκω θα χάσκουμε, θα χάσκομε
θα χάσκεις θα χάσκετε
θα χάσκει θα χάσκουν(ε)
Future (simple)
Future Perfect
Subjunctive mood
Present να χάσκω να χάσκουμε, να χάσκομε
να χάσκεις να χάσκετε
να χάσκει να χάσκουν(ε)
Aorist
Perfect
Imperative mood
Present χάσκε χάσκετε
Aorist
Participle
Present χάσκοντας
Perfect
Infinitive
Aorist
Examples with «χάσκω»
ελληνικά αγγλικά
Τι χάσκεις έτσι; Where are you staring at?
Mπαίνει το κρύο και η βροχή από τα παράθυρα που χάσκουν. Cold and rain is coming through draughting windows.
Χάσκαμε ακίνητοι στο τροχαίο ατύχημα. We stared motionlessly at the traffic accident.
Έχασκα άπνευστα στην τελική σκηνή. I stared breathlessly at the final scene.
Μην χάσκετε κατάπληκτοι! Do not gape so astounded!
Verbs with the same conjugation:
- εφευρίσκω contrive, invent
- .