Tenses - moods | Active voice | |
---|---|---|
Indicative mood | Singular | Plural |
Present | προβαίνω | προβαίνουμε, προβαίνομε |
προβαίνεις | προβαίνετε | |
προβαίνει | προβαίνουν(ε) | |
Imperfect | προέβαινα | προβαίναμε |
προέβαινες | προβαίνατε | |
προέβαινε | προέβαιναν, προβαίναν(ε) | |
Aorist (simple past) | προέβαινα | προβαίναμε |
προέβαινες | προβαίνατε | |
προέβαινε | προέβαιναν, προβαίναν(ε) | |
Perfect | έχω προβεί | έχουμε προβεί |
έχεις προβεί | έχετε προβεί | |
έχει προβεί | έχουν προβεί | |
Pluperfect | είχα προβεί | είχαμε προβεί |
είχες προβεί | είχατε προβεί | |
είχε προβεί | είχαν προβεί | |
Future (continuous) | θα προβαίνω | θα προβαίνουμε, θα προβαίνομε |
θα προβαίνεις | θα προβαίνετε | |
θα προβαίνει | θα προβαίνουν(ε) | |
Future (simple) | θα προβώ | θα προβούμε, θα προβόμε |
θα προβείς | θα προβέτε | |
θα προβεί | θα προβαίνω(ε) | |
Future Perfect | θα έχω προβεί | θα έχουμε προβεί |
θα έχεις προβεί | θα έχετε προβεί | |
θα έχει προβεί | θα έχουν προβεί | |
Subjunctive mood | ||
Present | να προβαίνω | να προβαίνουμε, να προβαίνομε |
να προβαίνεις | να προβαίνει | |
να προβαίνει | να προβαίνουν(ε) | |
Aorist | να προβώ | να προβούμε, να προβόμε |
να προβείς | να προβέτε | |
να προβεί | να προβούν(ε) | |
Perfect | να έχω προβεί | να έχουμε προβεί |
να έχεις προβεί | να έχετε προβεί | |
να έχει προβεί | να έχουν προβεί | |
Imperative mood | ||
Present | προέβαινε | προβαίνετε |
Aorist | -- | προβείτε |
Participle | ||
Present | προβαίνοντας | |
Perfect | έχοντας προβεί | |
Infinitive | ||
Aorist | προβεί |
Examples with
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Μετά παρόμοιες απαντήσεις θα προβαίναμε με διαπιστώσεις μας. | After having such answers, we will continue with our findings. |
Αν προβαίνοντας στις ενέργειες είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα. | With the progress of the actions they were experiencing many problems. |
Η ναυμαχία δεν θα είχε συνέπειες για την χώρα αν προέβαιναν σ'αυτές τις θηριωδίες. | The battle would have consequences for the country if they were continuing these atrocities. |
Σύμφωνα με την κυβέρνηση θα χρειαστεί να προβεί σε διαρκές προσαρμογές. | According to the government it will be necessary to go on with sustainable adjustments. |
Το ανακοινωθέν με όλες τις ενέργειες που έιχαν προβεί, είχε παραδώσει. | The official report with all activities which made progress, was presented. |
Verbs with the same conjugation:
- αποβαίνω | to turn out, become |
- επεμβαίνω | interfere, intrude, meddle in |
- παραβαίνω | break, disobey, infringe |
- συμβαίνω | come about, happen |
- υπερβαίνω | exceed, go beyond |
- | . |